- πεντηκοστημόριο
- τοτο πεντηκοστό μόριο, ένα από τα πενήντα ίσα μέρη στα οποία διαιρείται μια μονάδα μέτρησης, ένα μέγεθος, ένα ποσό, ένα σύνολο ή μια ομάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός + -μόριο (< μόρος), πρβλ. τεταρτη-μόριο].
Dictionary of Greek. 2013.